- μακρημερία
- μακρ-ημερία, [dialect] Ion. -ιη, ἡ,A the season of long days (in summer), Hdt. 4.86.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μακρημερία — μακρημερία, ιων. τ. μακρημερίη, ἡ (Α) [μακρήμερος] η εποχή τού έτους κατά την οποία οι μέρες είναι μεγάλες, η εποχή τών μακρών ημερών, το θέρος … Dictionary of Greek
μακρημερίῃ — μακρημερία the season of long days fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)